εκχώρηση — Η μεταβίβαση, με σύμβαση από τον δανειστή (εκχωρητή), προς ένα τρίτο πρόσωπο (εκδοχέα) μιας απαίτησης, χωρίς τη συναίνεση του οφειλέτη. Με την ε. δεν καταργείται η παλαιά ενοχή για να συσταθεί νέα, αλλά απλώς μεταβιβάζεται εκείνη που ήδη υπάρχει … Dictionary of Greek
ἐκχωρήσῃ — ἐκχωρήσηι , ἐκχώρησις going out fem dat sg (epic) ἐκχωρέω depart aor subj mid 2nd sg ἐκχωρέω depart aor subj act 3rd sg ἐκχωρέω depart fut ind mid 2nd sg ἐκχωρέω depart aor subj mid 2nd sg ἐκχωρέω depart aor subj act 3rd sg ἐκχωρέω depart fut ind … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… … Dictionary of Greek
Σπάρτη — I Μυθικό πρόσωπο επώνυμη ηρωίδα της Σπάρτης κόρη του Ευρώτα και της Κλήτας και σύζυγος του Λακεδαίμονα. Ήταν μητέρα του Αμύκλα, της Ευρυδίκης, του Ίμερου και της Ασίνης. II Πόλη (14.084 κάτ.) της νότιας Πελοποννήσου, πρωτεύουσα του νομού Λακωνίας … Dictionary of Greek
έκσταση — Στη γενικότερη σημασία του ο όρος έ. υποδηλώνει μία κατάσταση διανοητικής απομόνωσης, φυγής από τον ομαλό ψυχικό χώρο του ατόμου, το οποίο απορροφάται από μία και μόνη ιδέα ή από μία ιδιαίτερη συγκίνηση. Μπορεί συνεπώς να ονομαστεί έ. και η έ.… … Dictionary of Greek
ανεκχώρητος — η, ο 1. αυτός που δεν έχει ή δεν είναι δυνατόν να εκχωρηθεί σε άλλον 2. (Νομ.) «ανεκχώρητοι απαιτήσεις» απαιτήσεις που δεν είναι δυνατόν να εκχωρηθούν, για τις οποίες δεν είναι δυνατόν να είναι έγκυρη η εκχώρηση* … Dictionary of Greek
δάνειο — Οτιδήποτε (συνήθως χρηματικό ποσό) κάποιος δίνει ή λαμβάνει, με συμφωνία επιστροφής· ο όρος χρησιμοποιείται κυρίως σε οικονομικές συναλλαγές, αλλά απαντάται επίσης μεταφορικά και σε άλλες περιπτώσεις. (Γλωσσ.) Γλωσσικό δ. καλείται το πέρασμα ενός … Dictionary of Greek
εισιτήριος — ο (AM εἰσιτήριος, ον) 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην είσοδο, με τον οποίο παραχωρείται ή καθιερώνεται το δικαίωμα εισόδου (α. «εισιτήριοι εξετάσεις» εισαγωγικές εξετάσεις β. «εισιτήριος λόγος» εναρκτήριος λόγος γ. «εἰσιτήριοι θυσίαι»… … Dictionary of Greek
μεταβίβαση — Ο όρος χρησιμοποιείται σε διάφορους τομείς του τεχνικού λεξιλογίου, με την έννοια της μεταφοράς, της μετακίνησης, στην πραγματική ή τη μεταφορική της διάσταση, όπως συμβαίνει κυρίως στην ψυχολογική ορολογία. Στην παιδαγωγική ψυχολογία σημαίνει τη … Dictionary of Greek
μεταδιοίκησις — μεταδιοίκησις, ἡ (Α) [μεταδιοικώ] 1. η παραχώρηση, η μεταβίβαση, η εκχώρηση ιδιοκτησίας 2. η διαφορετική διοίκηση … Dictionary of Greek